- σκορακισμός
- σκορᾰκ-ισμός, ὁ,A contumely, LXX Si.41.19, Plu.2.467e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορακισμός — contumely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορακισμός — ὁ, Α [σκορακίζω] 1. εξύβριση, χλευασμός 2. περιφρόνηση … Dictionary of Greek
σκορακισμοῦ — σκορακισμός contumely masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορακισμόν — σκορακισμός contumely masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσκοράκιση — η κ. σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός) νεοελλ. (για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμός αρχ. πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη … Dictionary of Greek